- επαλφιτώ
- ἐπαλφιτῶ, -όω (Α)ρίχνω άλφιτα* στο κρασί («Σέλευκος έπηλφίτωσε», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλφιτώ (< άλφιτον «αλεύρι, ζυμαρικό») τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. διαλφιτώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.